θολίαν

θολίαν
θολίᾱν , θολία
conical hat with broad brim
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θολία — η (Α θολία) [θόλος] σκιά δέντρου, ήσκιωμα («το παρκάκι τού προσφέρει τας θολίας του», Νιρβ.) αρχ. 1. πλατύγυρο καπέλο τών γυναικών με κωνική προεξοχή στο επάνω μέρος για προφύλαξη από τον ήλιο 2. αλεξήλιο, μέσο που προφυλάσσει από τις ηλιακές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”